- μάρτυρας
- Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος.
Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος εκκλησιαστικός χαρακτηρισμός κάθε αγωνιστή της χριστιανικής πίστης, ο οποίος θανατώθηκε επειδή αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη του. Οι μ. βασανίστηκαν με διάφορους τρόπους, αλλά έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους· ονομάζονται αθλητές της πίστης και έχουν ανακηρυχθεί από την Εκκλησία άγιοι. Στους μ. του Χριστιανισμού συγκαταλέγονται άνθρωποι ανεξαρτήτου ηλικίας, φύλου, πνευματικής μόρφωσης ή κοινωνικής κατάστασης, οι οποίοι εμπνεύστηκαν αποκλειστικά από τα ιδανικά του ευαγγελικού κηρύγματος. Υπάρχουν ωστόσο, κατά τις αντιλήψεις της Εκκλησίας, διάφορες κατηγορίες μ., οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι ιερομάρτυρες (κληρικοί και των τριών βαθμών που μαρτύρησαν), οι οσιομάρτυρες (ασκητές, μοναχοί και όσοι, η οποίοι μαρτύρησαν), οι παρθενομάρτυρες (γυναίκες, οι οποίες πριν την εμφάνιση του μοναχισμού αφιερώθηκαν στο ευαγγελικό έργο, κυρίως ως βοηθοί και συνεργοί πατέρων και άλλων προσωπικοτήτων της Εκκλησίας κατά τους πρώτους χρόνους του χριστιανισμού) και, τέλος, οι νεομάρτυρες (οι οποίοι μαρτύρησαν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης). Πρώτος μ. του χριστιανισμού είναι ο λεγόμενος πρωτομάρτυρας Στέφανος. Η χριστιανική Ορθόδοξη Εκκλησία ανέκαθεν τιμούσε ιδιαίτερα τους μ. και είχε καθορίσει την ημέρα του Σαββάτου ως μέρα εορτασμού της μνήμης όλων των μ. Ο χριστιανικός ναός των Ορθοδόξων, εγκαινιάζεται με την τοποθέτηση λείψανου ενός μ. στο σύλο της αγίας Τράπεζας. Εκτός από τους μεμονωμένους μ. υπάρχουν και ομάδες μ., οι οποίοι μαρτύρησαν ομαδικά ή σχετίζονταν με άλλον τρόπο μεταξύ τους.
(Νομ.) Το φυσικό πρόσωπο που καλείται από το δικαστήριο ή άλλη ανακριτική αρχή, να καταθέσει οτιδήποτε γνωρίζει για μια ορισμένη υπόθεση ή ένα γεγονός. Οι μ. αποτελούν ένα από τα σπουδαιότερα αποδεικτικά μέσα, τόσο στην πολιτική, όσο και στην ποινική διαδικασία. Η μαρτυρία έχει δημόσιο χαρακτήρα και είναι υποχρεωτική, ωστόσο μπορεί να αποκλειστεί εξαιτίας του ασυμβίβαστου της ιδιότητας του μ. με το λειτούργημα που ασκεί στην ποινική δίκη ή με τη δικονομική θέση που έχει στη συγκεκριμένη δίκη. Οι συγγενείς του κατηγορούμενου μπορούν επίσης, αν θέλουν, να αρνηθούν τη μαρτυρία τους, εφόσον πρόκειται για τον σύζυγο ή για συγγενή εξ αίματος μέχρι δευτέρου βαθμού, ρύθμιση η οποία δεν ισχύει για τους συγγενείς των ανήλικων. Ο ΚΠΔ θεωρεί ως ύποπτους μ. εκείνους στους οποίους επιτρέπεται η εξέταση χωρίς την προηγούμενη δέσμευσή τους με όρκο. Επιπλέον, υπάρχουν ορισμένα πρόσωπα που απαλλάσσονται από την υποχρέωση για μαρτυρία, προκειμένου να προστατευθεί το ιδιωτικό ή δημόσιο επαγγελματικό τους απόρρητο, για παράδειγμα οι βουλευτές (άρθρο 61 παρ. 3 του Συντάγματος) κ.ά., αλλά και οι διανοητικά ασθενείς. Οι μ. που έχουν προταθεί με την καταγγελία του παθόντα, καλούνται στην προδικασία από τον ανακρίνοντα. Οι μ. καλούνται στο ακροατήριο από τον εισαγγελέα και τους διάδικους (με γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο). Αυτοί είναι οι ουσιώδεις μ. της κατηγορίας και υπεράσπισης ή κρίνονται αναγκαίοι για την υπεράσπιση του κατηγορούμενου· υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που εξετάζονται και εκτός του ακροατηρίου. Οι μ. καλούνται στην προδικασία 24 ώρες νωρίτερα από την εξέταση τους, ενώ στο ακροατήριο, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις δικονομικές προθεσμίες, συνήθως καλούνται 3 μέρες πριν. Σε επείγουσες περιπτώσεις, οι μ. καλούνται προφορικά. Όποιος κληθεί ως μ. αναλαμβάνει την υποχρέωση να εμφανιστεί στην αρχή που τον κάλεσε, την ακριβή ημερομηνία και να ορκιστεί για την αλήθεια όσων θα καταθέσει. Σε περίπτωση που ο μ. δεν εμφανιστεί στην προδικασία, εκδίδεται ένταλμα βίαιης προσαγωγής του και καταδικάζεται σε πρόστιμο και σε δικαστικά έξοδα. Αν όμως εμφανιστεί αλλά αρνηθεί τη μαρτυρία του, εκτός από την καταδίκη του σε πρόστιμο, φέρει και ποινική ευθύνη για ψευδή ανώμοτη κατάθεση. Σε περίπτωση απουσίας του από το ακροατήριο, ο μ. καταδικάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (μετά από εισαγγελική πρόταση), σε πρόστιμο και στα δικαστικά τέλη. Αν η απουσία του χαρακτηριστεί σκόπιμη καταδικάζεται για απείθεια σε φυλάκιση έως 6 μήνες. Ως εγγυήσεις της μαρτυρίας θεωρούνται ο όρκος των μ., η προφορικότητα της συζήτησης και η δημοσιότητά της. Υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες οι μ. απαλλάσσονται από την υποχρέωση της ορκωμοσίας, οι κυριότερες εκ των οποίων είναι η ηλικία μικρότερη των 17 ετών, ο εξασθενημένος νους του μ., η στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, η ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντα ή αστικά υπεύθυνου, η δυνατότητα απαίτησης χρηματικής αμοιβής για την αγωγή που υποβλήθηκε, κ.ά. Ο μ. ερωτάται μόνο για όσα περιστατικά υπέπεσαν στην αντίληψή του, χωρίς να ασκεί κριτική γι’ αυτά, εκτός αν θεωρηθεί αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την κατάθεσή του. Απαγορεύεται η υποβολή παραπειστικών ερωτήσεων στον μ., όπως επίσης και η ομαδική εξέταση μ. Σε περίπτωση ψευδορκίας, ο μ. διώκεται. Οι μ. που διαμένουν στο εξωτερικό, εξετάζονται στον τόπο της διαμονής τους από τις τοπικές προξενικές αρχές.
* * *και μάρτυς, πληθ. και μαρτύροι ο, η (AM μάρτυς, Α δωρ. και αιολ. τ. μάρτυρ, επικ. τ. μάρτυρος, Μ και μάρτυρας και μάρτυρος, θηλ. μαρτύρισσα)1. αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία για κάτι, αυτός που επιβεβαιώνει ή πιστοποιεί κάτι (α. «πολλοί ήταν αυτόπτες μάρτυρες τής απόπειρας δολοφονίας που έγινε χτες» β. «μάρτυρας θεοὺς ποιήσομαι», Θουκ.)2. αυτός που υπέστη μαρτύρια και θανατώθηκε για τη χριστιανική πίστη («ὁ μάρτυς μου ὁ πιστός, ὃς άπεκτάνθη παρ' ὑμῑν», ΚΔ.)νεοελλ.1. αυτός που δίνει ένορκη κατάθεση στο δικαστήριο σχετικά με μια εκδικαζόμενη υπόθεση (α. «πήγα μάρτυρας στο δικαστήριο» β. «μάρτυρας υπεράσπισης»)2. αυτός που διώχθηκε ή θυσιάστηκε για μια ιδεολογία ή για έναν υψηλό σκοπό (α. «μάρτυρες τής ελευθερίας» β. «μάρτυρες τής δημοκρατίας»)3. αυτός που βασανίζεται, που δεινοπαθεί ή υποφέρει («αυτός ο άνθρωπος είναι μάρτυρας με όσα έχει περάσει στη ζωή του»)4. φρ. «μάρτυς μου ο Θεός» — επίκληση ή όρκος προς ισχυροποίηση τής ειλικρίνειας τών λόγων κάποιου5. παροιμ. α) «δύο μάρτυρες κρεμούν άνθρωπο» — οι ψευδομάρτυρες είναι επικίνδυνοιβ) «έφερε η γάτα τον ποντικό μάρτυρα» — λέγεται γι' αυτούς που προσάγουν στο δικαστήριο ψευδομάρτυρεςνεοελλ.-μσν.αυτός που είναι παρών σε κάποιο γεγονός ή σε κάποια επίσημη πράξη που γίνεται ενώπιον αρμόδιας αρχής («για την έκδοση άδειας γάμου απαιτούνται δύο μάρτυρες)μσν.αυτός που ενημερώνει ή διδάσκει κάποιον, ο κήρυκαςμσν.-αρχ.ο ιερέας που εξομολογείαρχ.αστρολ. αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάρτυς (< *μάρτυρς) με εξακολουθητική ανομοίωση, πρβλ. και δοτ. πληθ. μάρτυσι < *μάρτυρσι (βλ. και λ. μαίτυς), ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *(s)mr- τής ΙΕ ρίζας *(s)mer- «θυμάμαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. smarati «θυμάμαι» και μέριμνα*)]. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. μάρτυ-ρος είναι παράγωγο σε -ρος ενός αμάρτυρου ρηματικού ονόματος *μάρ-τυ-, «μαρτυρία» (για την εξέλιξη τής σημασίας τού τ. από «μαρτυρία» σε «μάρτυρας», πρβλ. και αγγλ. witness). Ο τ. αυτός έχει επηρεάσει τη μορφή τού αθέματου ονόματος μάρτυρ. Η δοτ. πληθ. μάρτυσι και η αιτ. μάρτυν ενισχύουν την άποψη αυτή. Ωστόσο η ύπαρξη τού *μάρ-τυ- παραμένει υποθετική. Παράλληλα με τις λ. μάρτυς, μάρτυρος μαρτυρείται και η λ. βίδυ(ι)ος «αυτόπτης μάρτυρας», η οποία χρησιμοποιείται συχνά για θεό που καλείται ως μάρτυρας. Στον Όμηρο όμως εμφανίζεται και ο τ. μάρτυρος σε ανάλογη χρήση (πρβλ. μάρτυροι θεοί). Στη χριστιανική εποχή η λ. μάρτυρας έλαβε τη σημασία εκείνου που μαρτυρεί, που διακηρύσσει την αλήθεια θυσιάζοντας τον εαυτό του. Η εκκλησιαστική Λατινική, τέλος, έχει τη λ. martyr «μάρτυρας», ενώ η λ. απαντά σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. martyr, ιρλδ. martir, αρχ. άνω γερμ. martyra κ.ά.).ΠΑΡ. μαρτυρικός, μαρτυρώαρχ.μαρτύρομαι.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μαρτυρολόγιοαρχ.μαρτυροποιώαρχ.-μσν.μαρτυρογράφιονμσν.μαρτυρογραμμένος, μαρτυρογραφή, μαρτυρόφρων. (Β συνθετικό) ψευδομάρτυρας(-υς)αρχ.άμαρτυς, αυτόμαρτυς, επίμαρτυς, καλλίμαρτυς, σύμμαρτυςνεοελλ.εθνομάρτυρας, ιερομάρτυρας, λιπομάρτυρας, μεγαλομάρτυρας, νεομάρτυρας, οσιομάρτυρας, πρωτομάρτυρας)].
Dictionary of Greek. 2013.